-
1 встретить
встретить 1) συναντώ 2) (принять) υποδέχομαι· тепло \встретить υποδέχομαι θερμά \встретиться συ ναντιέμαι* * *1) συναντώ2) ( принять) υποδέχομαιтепло́ встре́тить — υποδέχομαι θερμά
-
2 тепло
I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά* * *I 1. нареч.θερμά, ζεστάтепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά
2. предик.тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον
сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη
II смне тепло́ — ζεσταίνομαι
η ζέστη, η ζεστασιάсего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν
держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά
-
3 воспринять
-иму, -имешь, παρλθ. χρ. -й-нял -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспринятый, βρ: -нят, -а, -о, ρ.σ.μ.1. δέχομαι, υποδέχομαι•воспринять тепло υποδέχομαι θερμά.
2. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, νογώ, αφομοιώνω.αφομοιώνομαι, γίνομαι καταληπτός, νοητός. -
4 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.
См. также в других словарях:
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek
δέχομαι — δέχτηκα 1. παίρνω κάτι που μου προσφέρουν: Πάντα δέχεται τα δώρα με μεγάλη ευγένεια. 2. υποδέχομαι: Μας δέχτηκε στο σπίτι του πολύ θερμά την ημέρα της γιορτής του. 3. δείχνω συγκατάβαση, συμφωνώ: Είναι άνθρωπος που δέχεται τις διαφορετικές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)